Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

угол - ή γωνία

  • 1 угол

    угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.
    1. η γωνία•

    угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•

    угол стола γωνία του τραπεζιού•

    угол улицы η στροφή της οδού•

    стоять на -у στέκομαι στη γωνία.

    || στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•

    угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.

    2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).
    3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.
    4. (μαθ.) γωνία•

    прямой угол ορθή γωνία•

    угол тупой угол αμβλεία γωνία•

    острый угол οξεία γωνία•

    двухгранный угол δίεδρη γωνία•

    угол падения γωνία πτώσης•

    угол отражения γωνία αντανάκλασης•

    угол прицела γωνία σκόπευσης•

    угол зрения γωνία όρασης.

    εκφρ.
    из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•
    под -ом – υπο γωνία•
    красный ή передний уголπαλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•
    прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•
    по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•
    из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > угол

  • 2 угол

    угол
    м
    1. ἡ γωνία, ἡ κώχη:
    в углу́ στή γοινία· на углу́ στή γωνία· за углом πίσω ἀπ· τή γωνία· из-за угла перен πισώπλατα, μπαμπέσικα, ὕπουλα· \угол дома (комнаты) ἡ γωνία σπιτιοῦ (δωματίου)· загнать в \угол спорт. στριμώχνω στήν γωνία·
    2. геом., физ. ἡ γωνία:
    прямой \угол ἡ ὁρθή γωνία· острый «\угол ἡ ὁξεία γωνία· тупо́й \угол ἡ ἀμβλεία γωνία· \угол падения ἡ γωνία πτώσεως·
    3. (жилье, пристанище) ἡ γωνιά:
    снимать \угол νοικιάζω μέρος δωματίου· иметь свой \угол ἔχω τό σπιτάκι μου· ◊ в глухом углу́ σέ τόπο ἀπομα-κρυσμένο[ν]· медвежий \угол ὁ ἀπόκεντρος τόπος· под углом зрения ἀπ' τἡν ἄποψη· загну́ть \угол страницы τσακίζω τή σελίδα.

    Русско-новогреческий словарь > угол

  • 3 угол

    угол м в рази. знач. η γωνία· на углу, в углу στη γωνία* за углом πίσω από τη γωνία
    * * *
    м в разн. знач.
    η γωνία

    на углу́, в углу́ — στη γωνία

    за угло́м — πίσω από τη γωνία

    Русско-греческий словарь > угол

  • 4 угол

    1. (мат., тех) η γωνί/α
    - стягивается дугой - ενώνεται/περιγράφεται με τόξο
    - атаки (аргд.) - της προβολής
    вестовый - см. часовой -
    - головки зуба(конической шестерни) - της κεφαλής του δοντιού (στον κωνικό οδοντωτό τροχό)
    мор.) - της κλίσης
    - наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης
    - наклона оси обоймы щёткодержателя эл. - κλίσης του πύρου των ψύκτρων
    - наклона судового трапа - κλίσης της κλίμακας/σκάλας του σκάφους
    - напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)
    предельный - опт. οριακή -
    путевой (нвг.) - πορείας
    - развала колёс - ανοίγμα-τος/ανάρτησης των τροχών
    - разделки кромок(св.) - διαμόρφωσης των ακμών
    - свивки каната - πλέξης του σύρμα-τος/σκοινιού
    трёхгранный - см. телесный -
    часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -
    шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβος
    τοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол

  • 5 угол

    [ούγκαλ] ουσ. α. γωνία

    Русско-греческий новый словарь > угол

  • 6 угол

    [ούγκαλ] ουσ α γωνία

    Русско-эллинский словарь > угол

  • 7 завернуть

    завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι
    * * *
    = завёртывать
    1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω

    заверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ

    2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφω

    заверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία

    Русско-греческий словарь > завернуть

  • 8 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 9 прямой

    1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός
    - ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой

  • 10 тупой

    1. мат. αμβλ/ύς 2. (недостаточно отточенный) ακόνιστ/ος
    ατρόχιστος
    3. (ο боли) μαλακός
    μικρός
    4. (о звуке) κούφιος
    πνικτός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тупой

  • 11 внешний

    -яя, -ее, επ.
    1. εξωτερικός•

    -ие признаки εξωτερικά σημάδια•

    внешний вид εξωτερική μορφή•

    -ее сходство εξωτερική ομοιότητα.

    2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•

    его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.

    3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•

    -яя политика η εξωτερική πολιτική•

    -враг ο εξωτερικός εχθρός•

    -яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•

    -ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.

    εκφρ.
    внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου.

    Большой русско-греческий словарь > внешний

  • 12 косой

    επ., βρ: кос, коей, косо.
    1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•

    -ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•

    косой дождь λοξή βροχή•

    косой почерк πλάγια γραφή.

    2. στραβός, σκεβρός.
    3. βλ. косоглазый.
    4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•

    косой взгляд λοξή ματιά.

    5. (απλ.) ουσ, λαγός.
    εκφρ.
    косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•
    косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•
    косой угол – οξεία γωνία•
    косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•
    -ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας.

    Большой русско-греческий словарь > косой

  • 13 прямой

    επ., βρ: прям, пряма, прямо.
    1. ευθύς, ίσιος•

    -ая линия ευθεία γραμμή•

    -ая дорога ίσιος δρόμος•

    прямой нос ίσια μύτη•

    -ые волосы ίσια μαλλιά.

    2. άμεσος•

    говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•

    -ые выборы άμεσες εκλογές•

    прямой налог άμεσος φόρος.

    3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.
    4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•

    прямой вызов φανερή πρόκληση•

    прямой обман ολοφάνερη απάτη.

    || πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•

    -ая польза καθαρό όφελος•

    -ая выгода καθαρό κέρδος•

    прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).

    5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).
    εκφρ.
    - ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•
    прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•
    прямой выстрел – ευθυτενής βολή•
    - ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•
    -ая дорога
    - путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•
    - ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•
    - ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•
    - ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•
    угол – ορθή γωνία•
    в -ом смысле слова – στην κυριολεξία.

    Большой русско-греческий словарь > прямой

  • 14 трёхгранный

    επ.
    τρίεδρος• τρ ιγων ικός, τρ ί-πλευρος•

    трёхгранный угол τρίεδρη γωνία•

    трёхгранный штык τριγωνική λόγχη•

    трёхгранный нэлильник τριγωνική λίμα.

    Большой русско-греческий словарь > трёхгранный

  • 15 повернуть

    повернуть в рази. знач. γ υρίζω· στρίβω, στρέφω (изменить направление)" \повернутьключ γυρίζω το κλειδί· \повернуть назад γυρίζω πίσω· \повернуть за угол στρίβω τη γωνία \повернуться γυρίζω, στρέφομαι
    * * *
    в разн. знач.
    γυρίζω; στρίβω, στρέφω ( изменить направление)

    поверну́ть ключ — γυρίζω το κλειδί

    поверну́ть наза́д — γυρίζω πίσω

    поверну́ть за́ угол — στρίβω τη γωνία

    Русско-греческий словарь > повернуть

  • 16 загнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.
    1. μ. αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω• κάμπτω, λυγίζω•

    -угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελίδας (του φύλλου)•

    загнуть кава αναδιπλώνω τα μανίκια•

    загнуть палец κάμπτω το δάχτυλο.

    2. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω•

    загнуть за угол στρίβω στη γωνία.

    3. μτφ. το παρακάνω, περνώ τα όρια. || βωμολοχώ, βρίζω χυδαία.
    εκφρ.
    загнуть пирогαπλ. φτιάχνω πίττα•
    загнуть салазки – (απλ.) αναστρέφω τα πόδια.
    1. διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέταλα, τα κακαρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > загнуть

  • 17 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 18 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 19 горизонталь

    1. (линия, параллельная плоскости горизонта) η γραμμή παράλληλη στον ορίζοντα, η οριζόντια γραμμή 2. (геод., карт.) η ισοϋψής καμπύλη
    проводить - χαράζω την -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонталь

  • 20 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

См. также в других словарях:

  • угол — род. п. угла, укр. вугол, блр. вугол, др. русск. уг(ъ)лъ, ст. слав. ѫгълъ γωνία (Зогр., Мар., Ассем., Рs. Sin., Еuсh. Sin.), болг. ъгъл (Младенов 704), сербохорв. диал. у̏гал, род. п. у̏гла, словен. vọ̑gǝl, род. п. vȏgla, чеш. uhel, слвц. uhol …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Сингония — (от греч. σύν, «согласно, вместе», и γωνία, «угол»  дословно «сходноугольность»)  одно из подразделений кристаллов по признаку формы их элементарной ячейки. В основном применяется в кристаллографии для категоризации кристаллов, но… …   Википедия

  • Гониометр — Ручной гониометр, изготовленный Develey le Jeune в Лозанне в 18 19 веке …   Википедия

  • Ортогональность — В Викисловаре есть статья «ортогональность» …   Википедия

  • Диагональ — (греч. διαγώνιος от …   Википедия

  • Горец (растение) — У этого термина существуют и другие значения, см. Горец. ? Горец …   Википедия

  • Гречишник — ? Горец Горец перечный (Polygonum hydropiper) Научная классификация Царство: Растения …   Википедия

  • СИНГОНИЯ — [γωνια (гониа) угол] в кристаллографии, гр. видов симметрии, которая при одинаковом числе единичных направлений обладает одним или несколькими сходными элементами симметрии. Различают 7 С.: триклинную, моноклинную,… …   Геологическая энциклопедия

  • гон — (гк) γωνία угол тригонометрия раздел математики, изучающий функции угла (букв. измерение треугольников) диагональ геом. прямая линия, соединяющая вершины двух углов многоугольника, не прилегающих к одной стороне пентагон пятиугольник; Пентагон… …   Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого

  • Додекагон — Правильный додекагон Додекагон (греч …   Википедия

  • гон — (гк) γωνία угол тригонометрия раздел математики, изучающий функции угла (букв. измерение треугольников) диагональ геом. прямая линия, соединяющая вершины двух углов многоугольника, не прилегающих к одной стороне пентагон пятиугольник; Пентагон… …   Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»